- ἁφιᾶσι
- ἀφιᾶσι , ἀφίημιsend forthpres ind act 3rd plἐφιᾶσι , ἐφίημιsend topres ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφιᾶσι — ἀφίημι send forth pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιᾶσ' — ἀφιᾶσι , ἀφίημι send forth pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek